- διώκτης
- ο (AM διώκτης, οθηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) [διώκω]1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον2. κυνηγετικό σκυλίμσν.αυτός που απομακρύνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διώκτης — masc nom sg διωκτήρ pursuer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκτης — ο αυτός που καταδιώκει κάποιον για να τον εξοντώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διῶκτα — διώκτης masc voc sg διώκτης masc nom sg (epic) διωκτήρ pursuer masc voc sg διωκτήρ pursuer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωκτῶν — διώκτης masc gen pl διωκτήρ pursuer masc gen pl διωκτός driven into exile fem gen pl διωκτός driven into exile masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διῶκται — διώκτης masc nom/voc pl διωκτήρ pursuer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκταις — διώκτης masc dat pl διωκτήρ pursuer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκτην — διώκτης masc acc sg (attic epic ionic) διωκτήρ pursuer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκτου — διώκτης masc gen sg διωκτήρ pursuer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκτῃ — διώκτης masc dat sg (attic epic ionic) διωκτήρ pursuer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλοποδιώκτης — κολλοποδιώκτης, ὁ (Α) αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος» + διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιππο διώκτης, κνισο διώκτης] … Dictionary of Greek